αρχικαγκελαρία

αρχικαγκελαρία
η
1. το αξίωμα του αρχικαγκελάριου
2. το κτήριο όπου διαμένει ο αρχικαγκελάριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικαγκελάριος. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Ιωάννη Κωλέττη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”